(The LIDCOMBE Programme of Early Stuttering Intervention)
ΜΑΡΤΙΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ. ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Διαδοχικές έρευνες πάνω στο Πρόγραμμα Lidcombe έχουν πραγματοποιηθεί, το οποίο αποτελεί μια πρώιμη μέθοδο παρέμβασης στον τραυλισμό. Το Πρόγραμμα Lidcombe είναι μια συμπεριφοριστική παρέμβαση για παιδιά προσχολικής ηλικίας (κάτω των 6 ετών) που παρουσιάζουν τραυλισμό. Εκτελείται σε δύο φάσεις και οι γονείς του παιδιού είναι αυτοί που εκπαιδεύονται στο να παρέχουν τη θεραπεία. Στη διάρκεια της Πρώτης Φάσης, το παιδί και ο γονιός παρακολουθούν εβδομαδιαίες συνεδρίες με τον Λογοθεραπευτή. Στη διάρκεια αυτών των συνεδριών, οι γονείς μαθαίνουν πώς να παρέχουν «γλωσσικές δικλείδες ασφαλείας» στο παιδί τους στη διάρκεια ομιλίας. Αυτό περιλαμβάνει αναγνώριση και έπαινο της ομιλίας χωρίς τραυλισμό (π.χ. «αυτό ήταν πολύ απαλό», «το είπες πολύ καλά»), απαίτηση από το παιδί να αυτό-αξιολογήσει το λόγο του (π.χ. «το είπες απαλά;), αίτημα αυτό-διόρθωσης από το ίδιο το παιδί («μπορείς να το ξαναπείς χωρίς επαναλήψεις;). Μεταξύ των συνεδριών, ο γονιός εφαρμόζει τις γλωσσικές δικλείδες ασφαλείας για καθορισμένες περιόδους κάθε μέρα και αξιολογεί την βαρύτητα δυσρυθμικής ομιλίας του παιδιού σε μια κλίμακα 10 μονάδων. Στη διάρκεια των εβδομαδιαίων επισκέψεων ο Λογοθεραπευτής μετράει τους δείκτες δυσρυθμίας στην ομιλία του παιδιού. Η Πρώτη φάση ολοκληρώνεται όταν ο Λογοθεραπευτής λάβει δείκτες τραυλισμού σε λιγότερο του 1% των συλλαβών και η πλειοψηφία των μετρήσεων του γονιού είναι 1. Στη διάρκεια της Δεύτερης Φάσης, ο γονιός σταματάει τη θεραπεία και οι επισκέψεις στην κλινική μειώνονται. Οι ακόλουθες μελέτες ερευνούν την αποτελεσματικότητα του Προγράμματος Lidcombe και τους προγνωστικούς παράγοντες για την επιτυχία της θεραπείας.
Αποτελεσματικότητα
Ο Jones (2005) εκτίμησε την αποτελεσματικότητα του Προγράμματος Lidcombe. Στους εννιά μήνες μετά τον τυχαίο διαχωρισμό των ομάδων παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα, ο μέσος όρων των συλλαβών με τραυλισμό ήταν 1,5% στα παιδιά που είχαν λάβει θεραπεία σε σχέση με το 3,9% των παιδιών της ομάδας χωρίς θεραπεία, δείχνοντας ότι το Πρόγραμμα Lidcombe ήταν πολύ αποτελεσματικό στη μείωση των δυσρυθμιών.
Ο Harris (2002) συνέκρινε τις επιδράσεις στον τραυλισμό του Προγράμματος Lidcombe με τις επιδράσεις που είχε καμία απολύτως θεραπεία. Παρόλο που και οι δύο ομάδες παρουσίασαν βελτίωση με το χρόνο, όπως αποδείχτηκε από το μέσο ποσοστό των συλλαβών με τραυλισμό, το ποσοστό στην ομάδα που ακολούθησε τη θεραπεία μειώθηκε δύο φορές περισσότερο απ’ ότι στην ομάδα χωρίς θεραπεία.
Ο Franken (2005) συνέκρινε τις επιδράσεις στον τραυλισμό του Προγράμματος Lidcombe με ένα άλλο πρόγραμμα για παιδιά προσχολικής ηλικίας με τραυλισμό το οποίο ονομάζεται Demands and Capacities Treatment Model – DCM. Το DMC εστιάζει στη μείωση των απαιτήσεων από το παιδί και στην αύξηση των κινητικών, συναισθηματικών, γλωσσολογικών και αντιληπτικών τομέων της ανάπτυξης. Αυτό έγινε με τρεις τρόπους. 1) Οι γονείς εξασφάλιζαν ότι το παιδί θα έχει την αμέριστη προσοχή τους για 15 λεπτά κάθε μέρα για την αύξηση της αυτοπεποίθησης του παιδιού μέσω της συζήτησης, των σιωπηλών παιχνιδιών ή της ανάγνωσης. 2)Μείωση του ρυθμού του ομιλίας του γονιού, και 3) Προσαρμογή σε ένα μοντέλο της ομιλίας των γονιών και όχι τόσο απαίτηση απόδοσης στην ομιλία του παιδιού, για παράδειγμα μιλώντας με σύντομες απλές προτάσεις και κάνοντας ερωτήσεις που δεν απαιτούν πολύπλοκες και μακριές απαντήσεις. Και τα δύο προγράμματα διέθεταν εβδομαδιαίες συνεδρίες με τους θεραπευτές. Οι συνεδρίες DCM αρχίζουν με μια περίοδο παιχνιδιού, ύστερα από την οποία γονιός και θεραπευτής αξιολογούν την ομιλία του παιδιού. Ο μέσος όρος συνεδριών του DCM ήταν 11.0 και του Προγράμματος Lidcombe 11,5. Τόσο η συχνότητα τραυλισμού όσο και η σοβαρότητά του μειώθηκαν σημαντικά και στις δύο ομάδες μετά τη θεραπεία με καμία διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες όσον αφορά τη βελτίωση. Οι γονείς και στις δύο ομάδες θεραπείας ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένοι με τα προγράμματα και πολλοί συνεργάσιμοι στην παροχή της θεραπείας.
Ο Lewis (2008) αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα της ηλεκτρονικής εφαρμογής του Προγράμματος Lidcombe σε παιδιά που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές στην Αυστραλία και που δεν ήταν σε θέση να κάνουν τακτές συνεδρίες. Όλο το πρόγραμμα εφαρμόστηκε μέσω τηλεφωνικών συζητήσεων και παρουσίασης βίντεο. Εννέα μήνες ύστερα από την έναρξη του προγράμματος σημειώθηκε μείωση της τάξεως του 74% στη συχνότητα τραυλισμού στην ομάδα θεραπείας σε σχέση με την ομάδα χωρίς θεραπεία. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε εδώ ότι η ηλεκτρονική παροχή του Προγράμματος Lidcombe κόστισε τρεις φορές παραπάνω από την κανονική παροχή του προγράμματος.
Προγνωστικοί παράγοντες αποτελεσμάτων θεραπείας
Δύο μελέτες εξέτασαν τις πιθανότητες διάφορες μεταβλητές να επηρεάσουν τα αποτελέσματα του προγράμματος Lidcombe.
Ο Jones (2000) ερεύνησε αν ο χρόνος μεταξύ της εμφάνισης του τραυλισμού και της θεραπείας, η ηλικία, το φύλο και η σοβαρότητα του τραυλισμού σχετίζονται με το χρόνο θεραπείας που απαιτείται στα πλαίσια του Προγράμματος Lidcombe. Ένας μέσος όρος 11 συνεδριών στην κλινική χρειάστηκε για την ολοκλήρωση της Πρώτης Φάσης του Προγράμματος Lidcombe . Σε μεταγενέστερες έρευνες η διάρκεια της Πρώτης Φάσης επιμηκύνθηκε στις 17 εβδομάδες (Rousseau, 2008; Miller & Guitar, 2009). Τα παιδιά με πιο σοβαρό τραυλισμό πριν τη θεραπεία χρειάστηκαν περισσότερες επισκέψεις στην κλινική από αυτά με λιγότερο σοβαρό τραυλισμό. Στο πλαίσιο της ανάλυσης της επίδρασης του χρόνου ανάμεσα στην εμφάνιση του τραυλισμού και στην αρχή της θεραπείας, τα παιδιά που είχαν μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ εμφάνισης και θεραπείας χρειάστηκαν λιγότερες επισκέψεις στην κλινική.
Η Kingston (2003) επανέλαβε την μελέτη του Jones (2000). Τα ευρήματα επιβεβαίωσαν αυτά της μελέτης του Jones. Είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι τα αποτελέσματα των μελετών του Jones (2000) και της Kingston(2003) μπορούν να γενικευτούν μόνο σε αυτή την ομάδα ηλικίας και μόνο στο Πρόγραμμα Lidcombe.