ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΡΤΙΝΗΣ. ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ. ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Είναι πολλοί οι παράγοντες που μπορούν να συνεισφέρουν στην εκδήλωση τραυλισμού και για κάθε άτομο που τραυλίζει ο κάθε παράγοντας έχει διαφορετική βαρύτητα. Ωστόσο οι παράγοντες επιρροής καθορίζουν το πόσο ο άνθρωπος που τραυλίζει θα θεραπευτεί ή όχι.
Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές θεωρίες ως προς το τι προκαλεί τραυλισμό. Αν και η πραγματική αιτία δεν είναι γνωστή, υπάρχει μια γενική παραδοχή ότι εκδηλώνεται όταν συνδυάζονται ορισμένοι παράγοντες. Ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως στην παιδική ηλικία αν και μπορεί επίσης να εκδηλωθεί αργότερα στην εφηβεία ή στην ενήλικη ζωή.
Γενετικοί παράγοντες: Ένα θετικό οικογενειακό ιστορικό αποτελεί παράγοντα επιρροής (Buck et al,2002) και ο τραυλισμός είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί σε αγόρια των οποίων ο πατέρας (και όχι τόσο η μητέρα) ή τα αδέρφια τους (και όχι τόσο οι αδερφές τους), παρουσιάζουν τραυλισμό. Οι Costa& Kroll (2000) ανέφεραν την εκδήλωση τραυλισμού σε 9% των κορών ενήλικων ανδρών με τραυλισμό έναντι 22% των γιών, ενώ οι ενήλικες γυναίκες παρουσίαζαν πιθανότητα 17% να έχουν κόρες που τραυλίζουν και 36% γιούς. Σε μια μελέτη από τον Cox et al (2005) διαφορές φύλου αναφέρθηκαν στη χρωμοσωμική σημειολογία του τραυλισμού. Μελέτες σε μονοζυγωτικούς και διζυγωτικούς διδύμους επίσης έχουν αποκαλύψει σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης τραυλισμού σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Πιο πρόσφατα μελέτες του Dr. Drayna(2009), παρέχουν πλούσια πληροφόρηση επί της γενετικής εμπλοκής στον τραυλισμό.
Αναπτυξιακοί παράγοντες: Η δυσρυθμίες μπορούν να εμφανιστούν πρώτη φορά σε νεαρά παιδιά στο πλαίσιο της ανάπτυξης ομιλίας εάν οι απαιτήσεις της ικανότητας ομιλίας και της ικανότητας άρθρωσης δεν συμβαδίζουν με την ωρίμανση των κινητικών, γλωσσικών ή ακόμα και των κοινωνικών ικανοτήτων (Adams, 1990). Ορισμένες μελέτες αναφέρουν δυσκολίες ομιλίας (Anderson et al., 2006) ενώ κάποιες άλλες δείχνουν αυξημένες ικανότητες ομιλίας (Millard 2008). Στα περισσότερα παιδιά με αναπτυξιακή τραυλισμό, η δυσρυθμική ομιλία εξαλείφεται μέσα σε ένα χρόνο ή λιγότερο (Stewart & Turnbull, 1995). Από τα υπόλοιπα, σχεδόν στο ένα τρίτο, εξαλείφεται μέσα σε 18 μήνες από την εμφάνισή της και στο άλλο τρίτο μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη εμφάνιση. Η πρώιμη διάγνωση των παιδιών που παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο τραυλισμού είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και η παρέμβαση στα παιδιά αυτά έχει υπάρξει εξαιρετικά αποτελεσματική.
Νευρολογικοί παράγοντες: Υπάρχουν αποδείξεις ότι η ο τραυλισμός έχει νευρολογική βάση. Μελέτες αναφέρουν διαφοροποιήσεις στην εγκεφαλική δραστηριότητα των ανθρώπων με και χωρίς τραυλισμό και στη χρήση του πλευρικού και όχι του μέσου προ-κινητικού συστήματος. Ο Walkins et al (2008, 2005), χρησιμοποιώντας μέσα απεικόνισης του εγκεφάλου, παρατήρησε τοπική υπερδραστηριότητα σε σχέση με την υποδραστηριότητα που σχετίζεται με τους «φυσιολογικούς» ομιλητές. Οι περιοχές του εγκεφάλου που προσδιορίστηκαν ως «υπερδραστήριες» περιείχαν τα φλοιώδη και υποφλοιώδη νευρικά συστήματα που υποστηρίζουν την επιλογή, την έναρξη και την εκτέλεση της κινητικής ακολουθίας για την ευχερή παραγωγή ομιλίας. παρατηρήθηκαν ανωμαλίες ή ανώμαλη ανάπτυξη στη φαιά ουσία και στην μυελίνωση που οδήγησαν σε ανισσοροπία του πρωτεύοντος κινητικού φλοιού (βασικά γάγγλια- που είναι υπεύθυνα για την έναρξη ομιλίας) τα οποία θα μπορούσαν να επιφέρουν δυσρυθμία ομιλίας. Ο Alm (2004) υπογράμμισε ότι η πρώιμη δυσρυθμία στην ηλικία 2,5 έως 3 ετών προκύπτει στη διάρκεια μιας φάσης στην ανάπτυξη των γαγγλίων που οι υποδοχείς ντοπαμίνης βρίσκονται στο μέγιστο σημείο ανάπτυξης. Υψηλά επίπεδα ντοπαμίνης έχουν βρεθεί στα άτομα με τραυλισμό (Maguire at al, 1997). Η ροή επηρεάζεται επίσης από την αντίληψη και από τις απαιτήσεις της αισθητηριακής επεξεργασίας (Foundas et al,2004). Υπάρχει επίσης μεταγενέστερη έναρξη τραυλισμού η οποία συμπίπτει με την αρχή της Νόσου Parkinson’s αλλά και ως παρενέργεια φαρμάκων ή Τραυματικές εγκεφαλικές βλάβες (TBI’s) με υψηλότερα ποσοστά σε αυτούς που παρουσίαζαν τραυλισμό όταν ήταν παιδιά που αργότερα εξαλείφθηκε.
Γλωσσικοί παράγοντες: επηρεάζουν την ροή, με τον τραυλισμό να είναι πιο κοινός στην αρχή της πρότασης και σε μεγάλες προτάσεις με δύσκολη σύνταξη. Είναι λιγότερο συνήθης σε μεμονωμένες λέξεις ή λίστες λέξεων (Melnick & Conture, 2000). Επίσης θεωρείται ότι πρόκειται για δυσκολία μετάβασης στο πρώτο φωνήεν των λέξεων (Wingate, 1998). Στα παιδιά ο τραυλισμός εμφανίζεται περισσότερο σε λέξεις λειτουργίας ενώ στους ενήλικες περισσότερο σε λέξεις περιεχομένου. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας που τραυλίζουν παρουσίασαν δυσκολίες κινητικής ετοιμότητας με μεγαλύτερη καθυστέρηση φωνής στις παύσεις και λιγότερο ακριβείς κινήσεις άρθρωσης (Howell et al, 1995).
Παράγοντες Φύλου: Ο τραυλισμός παρουσιάζεται πιο συχνά στους άνδρες παρά στις γυναίκες, με την αναλογία να αυξάνεται εκθετικά με την ηλικία (Craig et al,2002). Είναι πολύ πιο πιθανό οι γυναίκες να επανέλθουν χωρίς παρέμβαση και υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός ανδρών που θα αναπτύξουν επίμονο τραυλισμό (Yairi & Ambroswe, 2005).
Περιβαλλοντικοί παράγοντες: Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την ροή και μπορούν να δράσουν ως αγχωτικοί παράγοντες που επιδεινώνουν και εντείνουν την κατάσταση αυτή. Τα άτομα που τραυλίζουν μπορεί να αναπτύξουν συμπεριφορές αποφυγής καταστάσεων που θεωρούν δύσκολες ή που σχετίζουν με εκτεταμένο τραυλισμό ( π.χ. η χρήση του τηλεφώνου ή η παραγγελία σε ένα εστιατόριο). Τα παιδιά ηλικίας 3-4 ετών μπορεί να ενοχλούνται από μεγαλύτερα παιδιά εξαιτίας της δυσκολίας στην ομιλία τους. Αυτό συνεχίζεται στη διάρκεια όλων των σχολικών χρόνων, επηρεάζοντας τη σχολική τους μέρα και έχοντας μακροπρόθεσμες συνέπειες πάνω στην αυτοεκτίμησή τους και την ικανότητα αλληλεπίδρασης με τους άλλους στο πλαίσιο προσωπικών σχέσεων (Hugh-Jones & Smith, 1999). Σε καθημερινές καταστάσεις υπάρχουν αποδείξεις αρνητικών καταστάσεων σε περιπτώσεις εκφοβισμού, κοροϊδίας ή ακόμα και κλεισίματος του τηλεφώνου. Όλα αυτά μπορούν να προκαλέσουν στα άτομα που τραυλίζουν κοινωνικό άγχος στη διάρκεια καταστάσεων στις οποίες πρέπει να μιλήσουν. Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διαταραχή της προσοχής και της ερμηνείας, με το άτομο να αντιδρά μόνο στις αρνητικές απαντήσεις και να αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις όπου χρειάζεται να μιλήσει ως απειλητικές (Craig and Tran, 2006).