Νικητοπούλου Χριστίνα, Λογοθεραπεύτρια κέντρου ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Στην εποχή μας εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα το φαινόμενο της διγλωσσίας. Αναφερόμενοι στο φαινόμενο της διγλωσσίας εννοούμε το φαινόμενο κατά το οποίο τα παιδιά μιλούν δύο ή και παραπάνω γλώσσες, τη μητρική τους καθώς και την επίκτητη γλώσσα που μαθαίνουν στο περιβάλλον που κατοικούν. Η μελέτη Loizou & Stuart μελέτησε και συνέκρινε τα επίπεδα φωνολογικής επίγνωσης σε μονόγλωσσους και δίγλωσσους Άγγλους και Έλληνες 5χρονους, εγγεγραμμένους σε δύο χαρακτηριστικά διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα..
Συγκεκριμένα 68 παιδιά από την Αγγλία και την Κύπρο, της ίδιας ηλικίας, φύλου, μη-λεκτικής και λεκτικής νοημοσύνης, χωρίστηκαν σε 4 ομάδες: δύο δίγλωσσες (Αγγλο-Έλληνες, Ελληνο-Άγγλοι) και δύο μονόγλωσσες (Άγγλοι, Έλληνες). Τα παιδιά, που εξετάστηκαν στην Αγγλία, είχαν ήδη διδαχθεί να διαβάζουν στο σχολείο, ενώ εκείνα που εξετάστηκαν στην Κύπρο, δεν είχαν διδαχθεί. Η απόδοση των 4 ομάδων σε ένα σύνολο έξι φωνολογικών εργασιών συγκρίθηκε.
Από τη μελέτη αυτή προέκυψε ότι οι παρακάτω παράγοντες επηρεάζουν την ανάπτυξη φωνολογικής επίγνωσης στα μονόγλωσσα και δίγλωσσα παιδιά:
Α) Σχετική φωνολογική πολυπλοκότητα της πρώτης και της δεύτερης γλώσσας του παιδιού: Όπου η δεύτερη γλώσσα του παιδιού είναι φωνολογικά απλούστερη από την πρώτη, μπορεί να υπάρχει βοηθητική επίδραση στην ανάπτυξη φωνολογικής επίγνωσης*, ενώ όπου η δεύτερη γλώσσα είναι φωνολογικά πιο πολύπλοκη από την πρώτη, δε διευκολύνεται η ανάπτυξη φωνολογικής επίγνωσης. Έτσι: 1) οι Αγγλο-Έλληνες δίγλωσσοι έχουν εκτεθεί σε μία δεύτερη γλώσσα (ελληνική), η οποία είναι φωνολογικά απλούστερη από την πρώτη (αγγλική) όσον αφορά τη δομή των συλλαβών και τον αριθμό, την πολυπλοκότητα και τη θέση των συμπλεγμάτων των συμφώνων, με αποτέλεσμα να γίνονται φωνολογικά ενήμεροι πιο εύκολα ή πιο γρήγορα από τους ομότιμους μονόγλωσσους. 2) Αντίθετα, οι Ελληνο-Άγγλοι δίγλωσσοι έχουν εκτεθεί σε μία δεύτερη γλώσσα (αγγλική), που είναι φωνολογικά πιο σύνθετη από την πρώτη τους γλώσσα (ελληνική), με αποτέλεσμα να μη διευκολύνεται η ανάπτυξη φωνολογικής επίγνωσης, αλλά να μπορεί ακόμα και να υποστεί βλάβη.
Β) Εκμάθηση ανάγνωσης σε μία αλφαβητική γλώσσα*: Η εκμάθηση ανάγνωσης σε μία αλφαβητική γλώσσα συμβάλλει στην ανάπτυξη φωνολογικής επίγνωσης στο επίπεδο των φωνημάτων, που είναι μικρές μονάδες, δεδομένου ότι αυτό είναι το επίπεδο της φωνολογικής επίγνωσης που θεωρείται ότι επηρεάζεται περισσότερο από την εκμάθηση της ανάγνωσης σε ένα αλφαβητικό σύστημα. Αντίθετα, δεν υπάρχει καμία σαφής ένδειξη καθαρά γλωσσικών επιρροών στην ανάπτυξη φωνολογικής επίγνωσης στο επίπεδο των μεγάλων μονάδων (φωνημάτων σε αρχική θέση και καταλήξεων). Επιπρόσθετα, το πλεονέκτημα της εκμάθησης ανάγνωσης και γραφής δεν υπερτερεί έναντι οποιουδήποτε πλεονεκτήματος εκμάθησης μίας φωνολογικά απλούστερης πρώτης γλώσσας.
* φωνολογική επίγνωση: σημαίνει πως αντιλαμβανόμαστε και χειριζόμαστε τη δομή των λέξεων. Με άλλα λόγια είναι η ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει και να χειρίζεται τους στοιχειώδεις ήχους του λόγου (φωνήματα) και να τα ταυτοποιεί με τα αντίστοιχα σύμβολα του γραπτού λόγου (γραφήματα).
*αλφαβητική γλώσσα : σύστημα γραφής που αποτελείται από σύμβολα που εικονίζουν τους ήχους της γλώσσας, δηλαδή τους φθόγγους
Το παρόν άρθρο βασίζεται στην ακόλουθη βιβλιογραφική αναφορά:
Loizou M., Stuart M. (2003). Phonological awareness in monolingual and bilingual English and Greek five- year-olds. Journal of Research in Reading, 26, 3-18.