Σε ένα παιδικό παραμύθι αφιερωμένες οι σκέψεις. Αλήθεια, έχετε σκεφτεί ή θυμάστε πόσα μάθαμε από ένα παραμύθι που μας διηγήθηκε κάποια γιαγιά μας ενώ καθόμασταν στα πόδια της και χαζεύαμε την ξυλόσομπα; Θυμάστε την οσμή εκείνης της στιγμής; Θυμάστε την αφή; Θυμάστε τη ζεστασιά; Πόσα μάθαμε από αυτά!
Ο φύλακας άγγελος λοιπόν που επέλεξα –ή επέλεξε ο ίδιος, δεν ξέρω- στη ζωή μου για την προστασία μου στις δυσκολίες, η γιαγιά μου, κάποτε, όταν ήμουνα ένα παιδάκι που όλα τα έβλεπα όμορφα και καλοπροαίρετα, μου είπε ένα παραμύθι με τον Ναστραδίν Χότζα! Αυτόν τον υπέροχο σοφό τυπάκο από την ανατολή που τόσο εντυπωσίαζε τη γιαγιά μου που ήτανε Σμυρνιά. Εγώ δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την ιστορία. Αν σας ενδιαφέρει μπορείτε να τη διαβάσετε.
<<Κάποτε ο τετραπέρατος Ναστραδίν Χότζας ανέβηκε με το γάιδαρο του, τη γυναίκα του και το παιδί του στο βουνό για να μαζέψει ξύλα. Αφού φόρτωσε τα ξύλα στο γάιδαρο, είπε και στη γυναίκα του και το παιδί του να ανέβουν επάνω για να γυρίσουν στην πόλη.
Καθώς περνούσαν από ένα καφενείο, οι θαμώνες που κάθονταν και έπιναν το ούζο τους χαζεύοντας μέσα στη ραστώνη τους, βλέποντας το θέαμα είπαν τόσο φωναχτά ώστε να τους ακούσει ο Ναστραδίν Χότζας: «Κοίτα να δεις τι αδικία: Ο Χότζας βάλθηκε να τον σκοτώσει το γάιδαρο! Δεν φτάνει που τον φόρτωσε με ξύλα, τον φόρτωσε παραπάνω με τη γυναίκα και το παιδί του!».
Ο Χότζας τους άκουσε και συλλογίστηκε: «Έχουνε δίκιο μωρέ! Τι μου φταίει το κακόμοιρο το ζωντανό να το σκάσω;» Και αμέσως ζήτησε από τη γυναίκα και το παιδί του να κατεβούνε από το γάιδαρο!
Καθώς περνούσαν από ένα άλλο καφενείο, οι θαμώνες που κάθονταν και έπιναν το ούζο τους χαζεύοντας μέσα στη ραστώνη τους, βλέποντας το θέαμα είπαν τόσο φωναχτά ώστε να τους ακούσει ο Ναστραδίν Χότζας: «Κοίτα να δεις τι αδικία: Ο Χότζας ενδιαφέρεται μόνο για να κουβαλήσει ξύλα! Τη γυναίκα του και το παιδί του ούτε που τους νοιάζεται που κουράζονται να περπατάνε τόση απόσταση.».
Ο Χότζας τους άκουσε και συλλογίστηκε: «Έχουνε δίκιο μωρέ! Τι μου φταίνε η γυναίκα μου και το παιδί μου και τους ταλαιπωρώ;» Και αμέσως ξεφόρτωσε το γάιδαρο από τα ξύλα και τα φορτώθηκε στην πλάτη του ανεβάζοντας τη γυναίκα και το παιδί του στο γάιδαρο!
Καθώς περνούσαν από ένα άλλο καφενείο, οι θαμώνες που κάθονταν και έπιναν το ούζο τους χαζεύοντας μέσα στη ραστώνη τους, βλέποντας το θέαμα είπαν τόσο φωναχτά ώστε να τους ακούσει ο Ναστραδίν Χότζας: «Κοίτα να δεις τι χαζός που είναι ο Χότζας: Το γαϊδούρι που πήρε για να κουβαλάει τα πράγματά του το έχει μόνο για τους ανθρώπους και αυτός ο χαζός κουβαλάει τα ξύλα στην πλάτη του σαν να είναι ο ίδιος το γαϊδούρι!».
Ο Χότζας τους άκουσε και συλλογίστηκε: «Έχουνε δίκιο μωρέ! Τι το αγόρασα το γαϊδούρι αν δεν μπορεί να κουβαλήσει μία φορτωσιά ξύλα;» Και αμέσως φόρτωσε το γάιδαρο με τα ξύλα και έβαλε πάνω και το γιο του μόνο για να μην σκάσει το γαϊδούρι!
Καθώς περνούσαν από ένα άλλο καφενείο, οι θαμώνες που κάθονταν και έπιναν το ούζο τους χαζεύοντας μέσα στη ραστώνη τους, βλέποντας το θέαμα είπαν τόσο φωναχτά ώστε να τους ακούσει ο Ναστραδίν Χότζας: «Κοίτα να δεις τι οικογένεια έχει ο Χότζας: Αυτός είναι μεγάλος άνθρωπος όπως και η γυναίκα του και αντί να ξεκουραστεί επάνω στο γαϊδούρι όπως και το δικαιούται, έβαλε το παιδί του που είναι μικρό και δεν έχει ανάγκη από κούραση (ποιο μικρό κουράζεται); Αυτοί θα το κάνουνε το παιδί κακομαθημένο!».
Ο Χότζας τους άκουσε και συλλογίστηκε: «Έχουνε δίκιο μωρέ! Το παιδί δεν κουράζεται ενώ εγώ και η γυναίκα μου μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι θα έχουμε γίνει κατάκοποι! Αν ανεβούμε όμως και οι δύο, θα το σκάσουμε το γαϊδούρι!» Και αμέσως κατέβασε από το γάιδαρο το γιο του και ανέβασε επάνω τη γυναίκα του!
Καθώς περνούσαν από ένα άλλο καφενείο, οι θαμώνες που κάθονταν και έπιναν το ούζο τους χαζεύοντας μέσα στη ραστώνη τους, βλέποντας το θέαμα είπαν τόσο φωναχτά ώστε να τους ακούσει ο Ναστραδίν Χότζας: «Κοίτα να δεις τι έπαθε ο Χότζας: Η γυναίκα του του πήρε τον αέρα και τους έχει αυτούς να περπατάνε όλο το δρόμο, ενώ εκείνη στρογγυλοκάθεται επάνω στο γαϊδούρι! Αχ πάει, του πήρε η γυναίκα του τον αέρα και τον κάνει ότι θέλει».
Ο Χότζας τους άκουσε και συλλογίστηκε σκασμένος και απελπισμένος πια που καμία επιλογή του δεν ικανοποιούσε κανέναν και όλοι είχαν κάτι να σχολιάσουνε: «Έχουνε δίκιο μωρέ! Όλοι έχουνε δίκιο! Ότι και να πούνε έχουνε δίκιο! Από όποια μεριά και να το κοιτάξεις έχουνε δίκιο όλοι! Όμως ένα πράγμα δεν κατάλαβα: Ποιος ρώτησε τη γνώμη τους; Εγώ πήρα μία απόφαση να φορτώσω το γάιδαρο με τα ξύλα και τη φαμίλια μου και να πάω στο σπίτι μου! Ρώτησα κανέναν για αυτό, ή μήπως με ρώτησε κανένας πώς να κουβαλήσει ξύλα για το τζάκι του;»
Αποφασιστικά λοιπόν, έβαλε στο γάιδαρο τα ξύλα, τη γυναίκα και το γιο του, έβαλε και στα αυτιά του μπαμπάκια για να μην ακούει παρά μόνον όταν χρειαστεί τη γνώμη του άλλου και κίνησε για το σπίτι του χωρίς πια να τον νοιάζει αν θα περνούσε από κανένα καφενείο και αν θα συναντούσε θαμώνες στη ραστώνη τους ή όχι! >>
Όλος ο κόσμος έχει πάντα κάτι να πει. Είτε καλοπροαίρετα, είτε κακοπροαίρετα! Είτε για καλό είτε για κακό! Ας εμπιστευτούμε όμως και εμείς το σχέδιό μας! Ας αυτό-καθοριστούμε πριν να ετερο-καθοριστούμε! Είμαστε οι μόνοι που ξέρουμε τόσο καλά τον εαυτό μας, τη φαμίλια μας, τα σχέδιά μας και τις προθέσεις μας! Από την άλλη όμως: Ας εμπιστευτούμε και τους άλλους ΟΤΑΝ -ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΤΟΤΕ- ΖΗΤΗΣΟΥΜΕ τη γνώμη τους για το τι να κάνουμε!
Ο Θεός να έχει καλά αυτούς που μας αγαπάνε και τους αγαπάμε και να φροντίζει τους φύλακες αγγέλους και τις μνήμες μας………..
Στράτος