ΤΣΑΚΑΛΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ
Ο βασικός σκοπός αυτής της εργασίας είναι να αναφερθούμε στα σημαντικά σημεία της εξέλιξης των ικανοτήτων ανάγνωσης και αρίθμησης στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, έτσι ώστε να μπορούμε να τα οδηγήσουμε σωστά αλλά και να μπορούμε να κρίνουμε πότε θα έπρεπε ίσως να επέμβουμε, σε περίπτωση που το παιδί παρουσιάζει έναν ιδιαιτέρως αργό ρυθμό ανάπτυξης στους συγκεκριμένους πάντα τομείς.
Εκείνο που είναι πολύ σημαντικό για τα παιδιά 4-6 χρονών όσον αφορά την ανάπτυξη των ικανοτήτων γραφής και ανάγνωσης είναι η χρήση του συστήματος των συμβατικών συμβόλων ή αλλιώς «συμβολοποίηση» πιο απλά. Αυτό που πρέπει εδώ να προσέξουμε είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα δύσκολο έργο, το να καταφέρει ένας δάσκαλος ή ένας γονιός να οδηγήσει το παιδί προς την χρήση των συμβόλων χωρίς να παραβλέψει το ιδιαίτερο νόημα, που αποδίδει το κάθε παιδί, το δικό του νόημα, μέσα στις διάφορες δραστηριότητες με τις οποίες ασχολείται.
Ξεκινώντας λοιπόν από την ηλικία των 4 περίπου ετών, τα παιδιά δεν έχουν αναπτύξει ακόμα τις ικανότητες ανάγνωσης και αρίθμησης. Αλλά τι πραγματικά σημαίνουν τα γράμματα και οι αριθμοί γι’ αυτά ;
Ας ξεκινήσουμε με την ανάγνωση. Σ’ αυτό το στάδιο η ανάγνωση αποτελεί ένα προφορικό γεγονός, που σημαίνει ότι ο γονιός ή ο δάσκαλος, ακόμα κι όταν διαβάζει μια ιστορία από ένα βιβλίο, προσπαθεί να ζωντανέψει το κείμενο περιγράφοντας τις εικόνες.
Συνήθως παίρνει αρκετό καιρό στα παιδιά να καταλάβουν το ρόλο που παίζει το κείμενο στην αφήγηση μιας ιστορίας, και αυτό συνδέεται άμεσα με τη σύνθεση και αφηρημένη έννοια του συστήματος των γραμμάτων. Οι εικόνες αποτελούν ένα πιο εύκολο είδος συμβολοποίηση από το κείμενο και χρησιμεύουν σαν προστάδιο για να κατανοήσει το παιδί την όλη ιδέα του «συμβόλου», το οποίο μπορεί να αντιπροσωπεύει μια σειρά από πραγματικά γεγονότα.
Ίσως δεν μας περνάει απ’ το μυαλό ότι οι εικόνες μπορεί να χρειάζονται ερμηνεία, γιατί εμείς οι μεγάλοι την κάνουμε αυτόματα. Για τα παιδιά όμως η ερμηνεία τους προϋποθέτει την μάθηση μιας σειράς πολιτιστικών κανόνων π.χ. μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του παιδιού σ’ αυτή την ηλικία είναι ότι κατανοεί πως η κίνηση μπορεί να διαβαστεί μέσα από μια στατική εικόνα. Η ερμηνεία των εικόνων ως γεγονότα, πράξεις και όχι ως πράγματα έρχεται σταδιακά και μετά την ανάγνωση πολλών βιβλίων όπου ο αναγνώστης έχει «ζωντανέψει» για τα παιδιά τους στατικούς χαρακτήρες των εικόνων.
Πριν την ερμηνεία των εικόνων, το πρώτο στάδιο συμβολοποίησης είναι η αφήγηση ιστοριών από τα παιδιά. Συνήθως αφηγούνται ιστορίες τις οποίες κατασκευάζουν τα ίδια και δεν έχουν καμία σχέση με οποιοδήποτε κείμενο. Η αφήγηση ιστοριών από βιβλίο είναι το πρώτο μεγάλο βήμα έπειτα από αυτή την αρχική αφήγηση προσωπικών ιστοριών. Από τη στιγμή που τα παιδιά αφηγούνται τις ιστορίες του βιβλίου ερμηνεύοντας τα σύμβολα «εικόνες», μια σειρά από διαφορετικές ικανότητες αρχίζουν να αναπτύσσονται, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ερμηνεία.
Όσο τα παιδιά μεγαλώνουν κι ερμηνεύουν και κατανοούν τα βιβλία, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνονται το τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν, και ζητούν βοήθεια από κάποιον ώστε να ερμηνεύσουν όσο το δυνατό πιο σωστά το βιβλίο.
Έτσι, τα περισσότερα παιδιά, λίγο πριν αρχίσουν το σχολείο, εκφράζουν έναν βαθμό αμφιβολίας για το αν μπορούν να διαβάσουν. Λένε π.χ. «Δεν μπορώ να διαβάσω πια», ενώ έλεγαν πριν ή προσποιούνταν ότι μπορούν. Εδώ μπαίνει και το συναισθηματικό στοιχείο που παίζει σημαντικότατο ρόλο. Λένε π.χ. «Μπορώ να διαβάσω, αλλά μόνο τις δικές μου ιστορίες ή τα βιβλία που έχω διαβάσει με τη μαμά». Γι’ αυτό τα προσωπικά βιβλία και οι στιγμές ανάγνωσής τους από κάποιο αγαπημένο πρόσωπο βοηθούν το παιδί στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης στον εαυτό του «ως δυνατού αναγνώστη», κάτι το οποίο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για την μετέπειτα πορεία του στο σχολείο.
Μιλώντας για τα σύμβολα, πρέπει να διασαφηνίσουμε ότι ξεκινώντας από την ηλικία των 4, τα παιδιά αρχίζουν να κατανοούν σιγά-σιγά τη σημασία τους, αλλά δεν μπορούν να αντιστοιχήσουν ένα σύμβολο σε περισσότερες από μια ιδέες. Γι’ αυτό και κατανοούν ευκολότερα τους αριθμούς από τα γράμματα. Γιατί οι αριθμοί ως το 9, αντιστοιχούν σε μια μόνο ιδέα, ενώ τα γράμματα αντιστοιχούν σε ήχους οι οποίοι συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε γλώσσα. Σ’ αυτό το αρχικό στάδιο λοιπόν, δεν καταφέρνουν να κάνουν την αντιστοιχία γράμμα – ήχος. Θα τους πάρει κάποιο χρόνο. Αρχίζουν όμως να συνειδητοποιούν ότι αυτό που ουσιαστικά έχει να κάνει με τη γλώσσα, είναι το κείμενο και όχι οι εικόνες. Π.χ. ρωτάμε τα παιδιά «από που διαβάζουμε την ιστορία ;». Άλλα θα δείξουν τις εικόνες, ενώ τα πιο συνειδητοποιημένα θα δείξουν το κείμενο.
Είπαμε λοιπόν ότι οι αριθμοί είναι πιο «προσβάσιμοι» σαν σύμβολα απ’ ότι τα γράμματα. Για τα παιδιά 4 ετών η αρίθμηση είναι συνήθως μια ευχάριστη δραστηριότητα, χωρίς όμως να είναι σε θέση να καταλάβουν τη λογική της. Π.χ. ένα μικρό παιδί μπορεί να μετρήσει πράγματα σε μια σειρά, αλλά εάν του βάλεις τα ίδια πράγματα σε κυκλική διάταξη, το ίδιο παιδί θα συνεχίσει να μετράει τις πέτρες ξανά και ξανά, χωρίς να σταματήσει στην πέτρα απ’ την οποία άρχισε.
Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι τα παιδιά δεν έχουν τη λογική τω μεγάλων και αυτό αφορά και την αρίθμηση, αλλά είναι απλά η έλλειψη λογικής που κάνει την αρίθμησή τους ανώριμη. Η αλήθεια είναι ότι η αριθμητική ικανότητα χρησιμοποιείται σε πάρα πολλές καθημερινές καταστάσεις των παιδιών. Στα παιχνίδια, στις συζητήσεις τους, στις βόλτες τους. Το να μπορέσουν λοιπόν να κατακτήσουν το πραγματικό νόημα των αριθμών, εξαρτάται άμεσα από τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η ζωή τους. Π.χ. πολύ συχνά τα παιδιά μιλούν για την ηλικία τους, χρησιμοποιούν ποσοτικές έννοιες προσποιούμενα ότι παίζουν με χρήματα, κάνουν ζαβολιές στο μέτρημα για να δείξουν ότι έχουν περισσότερα.
Η χρήση λοιπόν των αριθμών είναι αυτή που θα τους επιτρέψει να φθάσουν στην κατανόηση των αριθμών ως ένα αντικειμενικό σύστημα.
Αρχικά λοιπόν, τα παιδιά μαθαίνουν κάποιους αριθμούς περισσότερο ως λέξεις. Σιγά-σιγά αντιλαμβάνονται ότι έχουν κάποια σειρά κι έτσι αρχίζει η αρίθμηση η οποία στη συνέχεια αποκτά την έννοια τους μετρήματος μιας σειράς πραγμάτων. Οι αριθμοί δεν είναι πια λέξεις χωρίς νόημα. Γρήγορα τα παιδιά αρχίζουν να κάνουν συνδυασμούς για να αναφερθούν σε μεγαλύτερες ποσότητες 14, 15, 23 κλπ.
Στην ερώτηση «γιατί μετράς ;» τα παιδιά μεταξύ 4-5 χρ. φαίνονται να μπερδεύονται. Έτσι παρ’ όλο που μπορεί να μετρήσουν π.χ. μια σειρά πραγμάτων σωστά, αν τα ρωτήσεις στο τέλος «πόσα ήταν ;», δεν κατανοούν ότι η διαδικασία αυτή του μετρήματος που έκαναν, τους δίνει την απάντηση για το σύνολο των πραγμάτων που έχουν μπροστά τους.
Άλλο ένα ενδεικτικό παράδειγμα για το τι αντιπροσωπεύουν οι αριθμοί σ’ αυτή τη μικρή ηλικία, είναι ότι στην αγγλική γλώσσα, για τα παιδιά με μητρική την αγγλική, μπερδεύουν τη λέξη “two” (δύο) με τις λέξεις “to” (στο) και “too” (επίσης). Συνήθως αναγνωρίζουν τις μικρές ποσότητες 1, 2, 3 με το μάτι, από μνήμης, χωρίς να μετρήσουν, αλλά οι δυνατότητες μνήμης, σ’ αυτό τον τομέα, είναι ακόμα πολύ χαμηλές. Έτσι, για να μπορέσουν να μετρήσουν μεγαλύτερες ποσότητες, κατανοώντας τι σημαίνει πραγματικά «μετράω», πρέπει να κατακτήσουν την έννοια της ποσότητας.
Από την ηλικία των 5 ετών και μετά, τα παιδιά αρχίζουν να δίνουν έμφαση στο «γιατί» μετράνε και όχι τόσο στο μέτρημα ως μια καθαρά λεκτική δραστηριότητα. Συνειδητοποιούν ότι το μέτρημα τους «χρησιμεύει» για να μάθουν πράγματα, για να αποδώσουν ποσοτικά χαρακτηριστικά στον κόσμο που τα περιβάλλει.
Καταλήγοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι για να πούμε ότι ένα παιδί είναι έτοιμο για το σχολείο, αυτό που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό είναι να έχει κατακτήσει αυτό που ονομάζουμε σύστημα συμβόλων.
Και πως βοηθάμε ένα παιδί να φτάσει εκεί ; Τα βασικά στοιχεία της «συνταγής», αν θέλετε, που θα δώσουν το κίνητρο στο παιδί είναι οι έννοιες της κτητικότητας, της ταυτότητας και της οικειότητας. Που σημαίνει ό,τι αν το παιδί έχει κατά την προσχολική ηλικία επαφή με βιβλία ή υλικό το οποίο έχει σχέση με το διδακτικό υλικό του σχολείου, βιβλία – υλικό που είναι δικά του, νιώθει το συναίσθημα της κτήσης, νιώθει προσωπικά, δικά του συναισθήματα που ξεδιπλώνονται μέσα απ’ αυτό το υλικό (ταυτότητα), έχει μοιραστεί στιγμές ενασχόλησης με τέτοιες δραστηριότητες με αγαπητά πρόσωπα που του γεννούν μια οικειότητα, τότε σίγουρα η επαφή του με το σχολείο θα αποτελέσει μια πολύ πιο ομαλή μετάβαση.