Margaret M. Kjelgaard, Helen Tager-Flusberg
Μετάφραση Δήμητρα Κόλλια, Λογοθεραπεύτρια
Πολλές έρευνες έχουν διεξαχθεί για την διερεύνηση των δυσκολιών σε γλώσσα και επικοινωνία στον αυτισμό. Ωστόσο, η προσοχή των ερευνητών ήταν πάντα στο να καθορίσουν τις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τον πληθυσμό. Για τον λόγο αυτό η παρούσα έρευνα, την οποία διεξήγαγαν οι Margaret M. Kjelgaard και Helen Tager-Flusberg, αφορά στην ανίχνευση των γλωσσικών δυσκολιών αυτιστικών παιδιών όπου έχουν διαγνωσθεί βάση των κριτηρίων DSM–IV και του διαγνωστικού εργαλείου ADI–R.
Οι δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τα παιδιά με αυτισμό (σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ένωση Ψυχιάτρων, 1994) αφορούν κυρίως την επικοινωνία, την κοινωνική αλληλεπίδραση και την ποικιλία ενδιαφερόντων. Ένας ακόμη όμως σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση της διαταραχής είναι και η γλωσσική παραγωγή. Οι επιστήμονες που έχουν ερευνήσει την γλωσσική παραγωγή μέσα στο φάσμα των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών, έχουν κυρίως επικεντρωθεί στην χρήση του λόγου και όχι τόσο στις διαταραχές του. Καθώς η λειτουργία της γλώσσας στον αυτισμό είναι πολύ πιο πολυποίκιλη σε αντίθεση με τα καθολικά χαρακτηριστικά της διαταραχής, καθίσταται αρκετά δύσκολο για τους ερευνητές να την διερευνήσουν. Μια έρευνα η οποία ασχολήθηκε περεταίρω με τις γλωσσικές διαταραχές παιδιών με αυτισμό σε σύγκριση με παιδιά με διαταραχές γλώσσας και χαμηλό μη λεκτικό IQ, έδειξε ότι ενώ η ομάδα των παιδιών με αυτισμό είχε λιγότερη πρόοδο στην εκμάθηση της γλώσσας, η αντίθετη ομάδα των παιδιών με γλωσσικές διαταραχές, έδειχνε σημάδια κοινωνικού ελλείμματος κάνοντάς τα έτσι κατά κάποιο τρόπο όμοια με την ομάδα του αυτισμού. Ακόμη, τέστ μέσα στο σύνολο του φάσματος των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών, δείχνουν τις ίδιες δυσκολίες ( σε έκφραση και κατανόηση λόγου) σε όλες τις διαταραχές ( σύμφωνα με τα κριτήρια του DSM–IV).
Με άξονα τις παραπάνω έρευνες και προσπάθειες των ερευνητών να προσδιορίσουν τις γλωσσικές δυσκολίες ατόμων με αυτισμό οι Margaret M. Kjelgaard και Helen Tager-Flusberg κατάφεραν να προσδιορίσουν μέσα από την έρευνά τους πιο συγκεκριμένα τις δυσκολίες αυτές καθώς επίσης και τυχών ομοιότητες της γλώσσας των παιδιών με αυτισμό με παιδιά που παρουσιάζουν αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή (ή ειδική γλωσσική διαταραχή- SLI). Χαρακτηριστικό του SLI είναι το σημαντικά χαμηλό γλωσσικό επίπεδο σε παιδιά που δεν εμφανίζουν καμία άλλη αδυναμία ή διαταραχή (π.χ. στοιχεία παθολογίας οργανικής, απώλεια ακοής, νοητική υστέρηση).
Ο αριθμός των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα ανέρχεται στα 89 και οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από 4 έως 14 ετών. Όπως προαναφέρθηκε, τα παιδιά διαγνώστηκαν με αυτισμό πληρώντας τα κριτήρια του DSM–IV και χρησιμοποιώντας το διαγνωστικό εργαλείο ADI–R καθώς επίσης αξιολογήθηκαν και τα σκορ IQ βάση την Κλίμακα Διαφορικών Δυνατοτήτων. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε περιελάμβανε την χορήγηση σταθμισμένων τεστ όπου αξιολογούσαν τις φωνολογικές, λεξιλογικές και υψηλού επιπέδου σημασιολογικές και γραμματικές γλωσσικές τους ικανότητες. Τα τεστ που χορηγήθηκαν ήταν τεστ Άρθρωσης, τεστ Παθητικού Λεξιλογίου, τεστ Ενεργητικού Λεξιλογίου, αξιολόγηση βασικών γλωσσικών ικανοτήτων (CELF) προσχολική και τρίτη έκδοση και αξιολόγηση της Επανάληψης Ψευδολέξεων.
Τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας αφορούν το ποσοστό των παιδιών που κατάφεραν να ολοκληρώσουν τα τεστ. Ένα ποσοστό 90% κατάφερε να ολοκληρώσει τα τεστ Παθητικού και Ενεργητικού λεξιλογίου καθώς επίσης και το τεστ Άρθρωσης. Σε αντίθεση με ένα ποσοστό παιδιών 49% που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το CELF και το τεστ Επανάληψης Ψευδολέξεων. Συγκρίνοντας τα σκορ IQ των παιδιών που κατάφεραν να ολοκληρώσουν το CELF και εκείνων που δεν τα κατάφεραν οι ερευνητές κατέληξαν στο ότι οι πρώτοι, είχαν σημαντικά πιο υψηλό σκορ στο IQ. Το τέστ που ολοκληρώθηκε από τον μικρότερο αριθμό παιδιών ήταν η Επανάληψη Ψευδολέξεων.
Κατά την διάρκεια της διαδικασίας, για να καθιστούν τα αποτελέσματα όσο πιο ακριβή και περιεκτικά γινόταν, χρειάστηκε η δημιουργία υποκατηγοριών μέσα στο συνολικό δείγμα των παιδιών που συμμετείχαν. Αυτό προέκυψε από την ποικιλία των αποτελεσμάτων που αντλήθηκαν χορηγώντας τα τεστ και σε κάθε περίπτωση τα παιδιά χωρίζονταν σε ομάδα πάνω, κάτω, και στα όρια του μέσου όρου, ανάλογα πάντα με τις ηλικίες τους. Οι κύριες υποκατηγορίες χωρίστηκαν βάση τα ποσοστά επιτυχίας στο τεστ Παθητικού Λεξιλογίου και στην συνέχεια στην ολοκλήρωση του CELF. Στην συνέχεια και κατά την διερεύνηση των αποτελεσμάτων οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τα τεστ με τρόπο ώστε να καθορίσουν ομοιότητες και διαφορές σε ομάδες παιδιών του δείγματος που είχαν παρόμοια σκορ σε κάποιες δοκιμασίες ή κοινές δυσκολίες. Με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να προσδιορίσουν όσο γίνεται τις γλωσσικές διαταραχές και αντίθετα, το εύρος των ικανοτήτων των παιδιών.
Ο σκοπός της έρευνας αυτής ήταν να καθοριστεί το φάσμα των γλωσσικών ικανοτήτων παιδιών με αυτισμό με ποικιλία ηλικιών και σκορ IQ. Το κύριο και σημαντικό αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχει πράγματι ένα πολύ μεγάλο εύρος γλωσσικών ικανοτήτων σε αυτά τα παιδιά κάτι που έχει αποδειχθεί και από προηγούμενες έρευνες. Πιο συγκεκριμένα, κατά την διερεύνηση παθητικού και ενεργητικού λεξιλογίου δεν παρατηρήθηκαν ιδιαίτερες διαφορές ενώ λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα IQ σκορ των παιδιών παρατηρήθηκε ότι μόνο όσα είχαν υψηλούς βαθμούς ήταν ικανά να ολοκληρώσουν όλα τα τεστ που χορηγήθηκαν. Επίσης μέσω της έρευνας επιβεβαιώνεται πως η άρθρωση των παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού είναι ιδιαίτερα καλή, σε αντίθεση με τις μειωμένες ικανότητες σε σημασιολογία, σύνταξη και γραμματική, ενώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι να σημειωθεί ότι τα παιδιά με χαμηλό σκορ στα τεστ λεξιλογίων και του CELF παρουσίασαν μεγάλη δυσκολία στην επανάληψη ψευδολέξεων. Καθώς μιλάμε για παιδιά με την συγκεκριμένη διαταραχή, υπήρχαν πολλοί μη γλωσσικοί παράγοντες, που κατέστησαν την διαδικασία χορήγησης δύσκολη και πολλές φορές μη ολοκληρώσιμη, με τα παιδιά να επαναλαμβάνουν ηχολαλικά τις εκφωνήσεις χωρίς ουσιαστικά να απαντούν. Παιδιά με μεγαλύτερα IQ σκορ αντιλαμβάνονταν καλύτερα το ζητούμενο των τεστ και συνεπώς σημείωναν μεγαλύτερα σκορ.
Ερευνώντας το γλωσσικό προφίλ των αυτιστικών παιδιών με σκορ ίσο ή κατώτερο της βάσης, οι ερευνητές άντλησαν στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ειδική γλωσσική διαταραχή. Ο συσχετισμός ανάμεσα στην ειδική γλωσσική διαταραχή και στον αυτισμό προέκυψε από την επεξεργασία των τελικών αποτελεσμάτων που αντλήθηκαν από την έρευνα αυτή και παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία μεταξύ των αυτιστικών παιδιών και παιδιών με την συγκεκριμένη διαταραχή. Αυτά είναι η δυσκολία στην επανάληψη των ψευδολέξεων καθώς επίσης και η μεγαλύτερη δυσκολία τους στο να ολοκληρώσουν τεστ γραμματικής επάρκειας παρά λεξιλογίου. Εκτός όμως από τις γλωσσικές ομοιότητες, γενετικές έρευνες έχουν δείξει κοινά σημεία στα γενετικά αίτια των δυο διαταραχών καθώς επίσης και στην εμφάνισή τους μέσα σε οικογένειες. Με βάση λοιπόν τα κοινά αυτά στοιχεία μεταξύ SLI και αυτισμού η παρούσα έρευνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απόδειξη για την ύπαρξη νοσηρότητας στον αυτισμό ή παράλληλης ύπαρξης της ειδικής γλωσσικής διαταραχής σε αυτιστικά παιδιά. Είναι σημαντικό να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες για την κατανόηση του SLI σε σχέση όχι μόνο με τον αυτισμό αλλά και με νευρολογικές διαταραχές. Με βάση τα γλωσσικά προφίλ που αντλήθηκαν από την έρευνα των Kjelgaard και Tager-Flusberg, μπορούν να αντληθούν περισσότερες λεπτομέρειες που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε βαθύτερα την αιτιολογία και την εμφάνιση του SLI σε παιδιά με αυτισμό και γενικά με γλωσσικές διαταραχές.