Κοκμοτός Παναγιώτης. ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το παρόν δημοσιεύτησε και στο περιοδικό “SPECIAL LIFE”
Ένα από τα γνωρίσματα ενός παιδιού στο αυτιστικό φάσμα όταν αρχίζει να αναπτύσσει ομιλία είναι η ηχολαλία. Δηλαδή επαναλαμβάνει ήχους, συλλαβές, λέξεις ή ακόμα και φράσεις που ακούει από άλλους. Αυτό γίνεται είτε αμέσως ή λίγο χρόνο μετά την παραγωγή του προτύπου ομιλίας και λέγεται άμεση ηχολαλία είτε αρκετή ώρα μετά τη παραγωγή των λεγομένων και λέγεται καθυστερημένη ηχολαλία. Και τα δύο είδη ηχολαλίας απαιτούν τη χρήση μνήμης για την ανάκληση της ομιλίας. Στην άμεση ηχολαλία εμπλέκεται η βραχυπρόθεσμη μνήμη και στην καθυστερημένη ηχολαλία η μακροπρόθεσμη. Η ηχολαλία δεν πρέπει να θεωρείται κάτι «ξένο» και αθέμιτο αλλά σαν αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της επικοινωνίας και της ανάπτυξης του παιδιού. Εξυπηρετεί επικοινωνιακούς, γνωστικούς και κοινωνικούς σκοπούς και είναι το μεταβατικό στάδιο προς την παραγωγή αυθόρμητης ομιλίας.
Μεγάλο θέμα αποτελεί το πώς πρέπει να γίνει η παρέμβαση και να μετατραπεί η ηχολαλία σε λειτουργική ομιλία. Καταρχάς στο πόσο ηχολαλεί ένα παιδί παίζουν σημαντικό ρόλο, όπως προείπα, κάποιοι γνωστικοί, κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Η παρέμβαση πρέπει να έρθει μέσα από συστηματική και καλή συνεργασία του λογοθεραπευτή με το δάσκαλο και το γονέα ώστε να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη της παρέμβασης και να «εκμεταλλευτούμε» το ρόλο που παίζει η ηχολαλία στην ανάπτυξη της ομιλίας του παιδιού. Παρόλο που στον αυτισμό η παρέμβαση πρέπει να είναι εξατομικευμένη αφού κάθε παιδί είναι διαφορετικό, στη μείωση της ηχολαλίας πρέπει να ακολουθήσουμε μία λογική σειρά στην αρχή ενθάρρυνσης της ηχολαλίας για την κάλυψη επικοινωνιακών σκοπών και να προχωρήσουμε μετά σε σταδιακή μείωσή της και αντικατάστασής της με πρωτότυπες επικοινωνιακές παραγωγές. Υπάρχουν άμεσες και έμμεσες τεχνικές παρέμβασης.
Οι άμεσες τεχνικές έχουν κύριο σκοπό τους την άμεση επίδραση στην ηχολαλία και την προώθηση της μετατροπής της σε επικοινωνιακή ομιλία. Έτσι πρέπει το παιδί να ενισχύεται γνωστικά, κοινωνικά και επικοινωνιακά και να ενθαρρύνεται η λεκτική επανάληψη προτάσεων για την κάλυψη των επικοινωνιακών αναγκών του παιδιού με απώτερο και επιθυμητό στόχο τις πιο παραγωγικές και αυθόρμητες μορφές ομιλίας. Μπορούν να επινοηθούν σενάρια και ρουτίνες αλληλεπίδρασης με σκοπό να δοθούν αρκετές ευκαιρίες στο παιδί να εξασκήσει τη χρήση όσων μαθαίνει για να περάσει κάποιο μήνυμα ή να πετύχει κάποιο σκοπό του παρέχοντάς του παράλληλα κατάλληλα λεκτικά πρότυπα για κάθε περίσταση. Πρέπει να παρέχουμε σωστές και συστηματικές τροποποιήσεις με στόχο να ελαττώσουμε ή να συμπληρώνουμε την ηχολαλική παραγωγή και έτσι να ενισχύουμε τη γλωσσική επεξεργασία του παιδιού. Μπορούμε επίσης να «εκμαιεύσουμε» ή να προκαλέσουμε την επιθυμητή λεκτική παραγωγή με τη χρήση κατάλληλων ερωτήσεων έτσι ώστε το παιδί να μη χρειαστεί να επαναλάβει την ακριβή δική μας παραγωγή αλλά να απαντήσει με 1 ή 2 απλές λέξεις (ερωτήσεις κλειστού τύπου). Στη συνέχεια όταν το παιδί κατακτήσει αυτό το βήμα μπορούμε να περάσουμε σε πιο πολύπλοκες δομές και ερωτήσεις αυξάνοντας και τις απαιτήσεις μας από τις παραγωγές του παιδιού. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούμε ακόμα και την Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία (ΕΕΕ), γιατί έτσι οδηγούμε το παιδί σε πιο συμβατικές μορφές επικοινωνίας αφού με την ΕΕΕ δίνουμε ένα εναλλακτικό τρόπο για να επικοινωνήσει και άρα να μειώσει τις μη συμβατές λεκτικές μορφές. Επίσης, η ΕΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για μια πιο γρήγορη και ομαλή μετάβαση από την ηχολαλία στη λειτουργική ομιλία.
Οι έμμεσες τεχνικές περιλαμβάνουν τρόπους τροποποίησης ή προσαρμογής του περιβάλλοντος, των ερεθισμάτων και της αλληλεπίδρασης με συνομήλικους και ενήλικες. Στην τροποποίηση του περιβάλλοντος πρέπει να δώσουμε έμφαση στην οργάνωση και στη συνοχή. Να μειώσουμε, δηλαδή, τις σύνθετες και αποδιοργανωτικές συνθήκες γύρω από το παιδί για να του δώσουμε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει όλο το δυναμικό του στη βελτίωση της επικοινωνιακής του ικανότητας. Πρέπει, ακόμα, ο λογοθεραπευτής να «εκπαιδεύσει» τους ενήλικες, που βρίσκονται στο περιβάλλον του παιδιού, να τροποποιήσουν την επικοινωνία τους και τις απαιτήσεις τους από το παιδί, να φτάσουν στο επίπεδο που το παιδί μπορεί να αντεπεξέλθει. Πρέπει στο περιβάλλον τους τα παιδιά να έχουν πρόσβαση σε απλά πρότυπα λεκτικής παραγωγής τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν και μετά αυτά να τροποποιηθούν σε πιο εξελιγμένες μορφές. Γενικά όμως ο λογοθεραπευτής πρέπει να ενημερώσει όλους όσοι αλληλεπιδρούν με το παιδί για τις ανάγκες και τις δυνατότητές του, για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και τις θεραπευτικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται με σκοπό τη συνέχιση του προγράμματος και στην καθημερινότητα του παιδιού ώστε να επιτευχθεί η γενίκευση όσων μαθαίνει.
Εν κατακλείδι παρόλο που η ηχολαλία είναι ακόμα δυσνόητη και μας προβληματίζει αρκετά, φαίνεται από τα παραπάνω πόσο σημαντική είναι η πολύπλευρη και οργανωμένη αντιμετώπιση της ηχολαλίας. Βασικό, λοιπόν, στόχο πρέπει να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα ώστε να πετύχουμε να γίνει το παιδί με αυτισμό όσο πιο ανεξάρτητο και επαρκές επικοινωνιακά γίνεται.